ἀνάλωσε

ἀνάλωσε
ἀνά̱λωσε , ἀναλίσκω
use up
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνά̱λωσε , ἀναλίσκω
use up
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀ̱νάλωσε , ἀναλόω
use up
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναλόω
use up
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Βέδας ο αιδέσιμος — (Baeda ή Bede Venerabilis, Γιάρμαουθ, Νορθάμπτον 672/3 – Τζέροου 735 μ.Χ.). Άγγλος λόγιος, ένας από τους μεγαλύτερους του απώτερου Μεσαίωνα και θεμελιωτής του αγγλοσαξονικού χριστιανικού πολιτισμού, άγιος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ανάλωσε… …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

  • Μπάλασα ή Μπάλασι, Μπάλιντ — (Balid Balassa ή Balassi, Ζόλιομ 1554 – Έστεργκομ 1594). Ούγγρος ποιητής. Απόγονος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας προτεσταντών, υπήρξε και στη ζωη και στην καλλιέργειά του γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης. Είχε μελετήσει τους αρχαίους λυρικούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”